- κατασκοτίζω
- (AM κατασκοτίζω)καλύπτω με πυκνό σκοτάδι («βαθὺς τὴν κεφαλὴν ζόφος κατασκοτίζει»)νεοελλ.σκοτίζω, ενοχλώ κάποιον πάρα πολύ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασκοτίζει — κατασκοτίζω veil in darkness pres ind mp 2nd sg κατασκοτίζω veil in darkness pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκοτίζον — κατασκοτίζω veil in darkness pres part act masc voc sg κατασκοτίζω veil in darkness pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκοτίζοντα — κατασκοτίζω veil in darkness pres part act neut nom/voc/acc pl κατασκοτίζω veil in darkness pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκοτισθῆναι — κατασκοτίζω veil in darkness aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκοτισθήσεται — κατασκοτίζω veil in darkness fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκοτίζεσθαι — κατασκοτίζω veil in darkness pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκοτίζοντος — κατασκοτίζω veil in darkness pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκοτίζουσα — κατασκοτίζω veil in darkness pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκοτώ — κατασκοτῶ, όω (Μ) κατασκοτίζω* … Dictionary of Greek
καταψέφω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κατασκοτίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ψέφω (< ψέφως «σκότος»). Αβέβαιη η σύνδεση τού β συνθετικού με το ρ. ψέφω «φροντίζω» που εμφανίζεται ως β συνθετικό στο ρ. μεταψέφω «αλλάζω γνώμη»] … Dictionary of Greek